Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Χαθήκαμε και δεν έπρεπε, αλλά να σας εξηγήσω!

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009
Η αλήθεια είναι ότι χάθηκα. Χαθήκαμε και οι τρεις δηλαδή. Το ότι κάποιοι πάντως αναγνώστες έχουν αρχίσει να μας παρακολουθούν είναι πρωτόγνωρο για μένα. Δεν μας το είχα. Δηλαδή της Σύλβιας το είχα, αλλά το Λιτσάκι και εγώ είμαστε πολύ low profile. Δεν ξέρω καν τι έχουμε να πούμε μωρέ. Γιατί η Σύλβια, αν και μικρή, έχει πολλές εμπειρίες να μοιραστεί με τον κόσμο ολάκερο. Τις ιστορίες με τον Επαμεινώνδα μόνο να αρχίσει να λέει, δεν θα τελειώσουμε ποτέ νομίζω. Το τι έχω ακούσει για τον Επαμεινώνδα δεν λέγεται. Τον έχω δει μόνο σε φωτογραφίες είναι η αλήθεια, αλλά πολύ θα ήθελα να τον δω και από κοντά. Ξέρεις μωρέ! Είναι παράξενο να έχεις ακούσει τόσα πράγματα για έναν άνθρωπο και να μην έχεις αφουγκραστεί λίγο την αύρα του.

Είχαμε κανονίσει, που λέτε, μια φορά να συνοδέψουμε την Σύλβια στη φυλακή, στο επισκεπτήριο. Είχε πετάξει το Λιτσάκι την ιδέα και εγώ είχα συμφωνήσει βέβαια. Η Σύλβια ήθελε πολύ να πάει, αλλά δεν ήξερε αν έπρεπε. Βλέπετε ο Επαμεινώνδας δεν είναι ένα απλό κεφάλαιο στη ζωή της Τσούμπογλου. Σας τα έχει πει και η ίδια άλλωστε. Είχαν πάντοτε μια σχέση μίσους και πάθους. Να μου πεις βρε παιδί μου, όλες οι μεγάλες σχέσεις κάπως έτσι δεν είναι; Ναι, κάπως έτσι είναι! Που λέτε ετοιμάσαμε τα πράγματα, βάλαμε τα καλά μας και φορτώσαμε το αμάξι λες και πηγαίναμε καμιά πολυήμερη εκδρομή. Σιγά το δρόμο μέχρι το Δομοκό δηλαδή! Αλλά όχι…η Σύλβια πήρε όλη την προίκα της για τον Επαμεινώνδα. Μέχρι και μανταλάκια πήρε! Ήθελα να δω τι θα τα έκανε ο Επαμεινώνδας!

Το Λιτσάκι σε όλο το ταξίδι ήταν σκεπτικό. Βασικά ήταν έτσι γιατί είχε τσακωθεί τότε γερά με τον Μανώλη…ή τον Θοδωρή…δεν θυμάμαι τώρα…με κάποιον τελοσπάντων! Ωστόσο, ο κύριος λόγος ήταν ότι είχε ένα κακό προαίσθημα για όλο το εγχείρημα «του Δομοκού». Βλέπετε εγώ είμαι και λίγο στούρνος. Το Λιτσάκι, όμως, δεν είναι. Μπορεί να διαβάζει πίσω από τις λέξεις και πίσω από τα πρόσωπα. Και ήξερε πολύ καλά ότι αυτή η ευφορία που έβγαζε προς τα έξω η Τσούμπογλου δεν ήταν φυσιολογική. Τελικά δεν είχε και τόσο άδικο.

Φτάνουμε που λέτε μετά από ώρες στο Δομοκό και η Σύλβια μας οδηγεί μέχρι τις φυλακές. Εκεί, λοιπόν, που είχαμε αδειάσει το αμάξι και ήμασταν στο τσακ να μπούμε μέσα, γυρίζει η Σύλβια και λέει: «Πάμε πίσω». Εγώ βέβαια και το Λιτσάκι μέναμε να κοιταζόμαστε σαν τα βλαμένα. Δηλαδή εγώ ήμουν σαν το βλαμένο, γιατί το Λιτσάκι το περίμενε για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Τελικά από γυναικεία ψυχολογία δεν το έχω. Τώρα που το σκέφτομαι και από αντρική χωλαίνω, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Μην σας τα πολυλογώ, από εκεί που η Τσούμπογλου ήταν η χαρά του κεφιού, βάζει κάτι κλάματα και εμένα μου κόβονται τα πόδια. Ρε φίλοι, δεν μπορώ να δω άνθρωπο να κλαίει, ειδικά γυναίκα. Σαστίζω κανονικά! Δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Ειδικά αν δεν καταλαβαίνω από πού προήλθε η διάθεση για να κλάψει.

Κάπως έτσι έληξε άδοξα η πρώτη και τελευταία απόπειρα να δούμε τον Επαμεινώνδα. Να μην ξεχάσω να ρωτήσω την Σύλβια αν έχει γράψει για εμάς στον Επαμεινώνδα. Τώρα μου ήρθε η απορία.

Κατά τ’ άλλα η ζωή στο τριώροφο περνάει ήρεμα. Δεν είχαμε τίποτα τρεχάματα τελευταία. Το Λιτσάκι είναι η αλήθεια ότι έχει αφήσει τα κόκαλα του στα Zara τώρα που έχουν εκπτώσεις. Μόνο την Κυριακή την βλέπουμε στο μεσημεριανό τραπέζι, άντε και για κάνα καφέ το απόγευμα. Αν δεν κοιμάται βέβαια. Η Σύλβια από την άλλη τρέχει να ετοιμαστεί «για μια Δημοκρατία που δεν χειραγωγείται». Αν καταλάβετε βρε φίλοι γιατί τρέχει με τέτοιο πάθος, εξηγείστε μου και μένα.

Εγώ πάλι…αρκεί να πω ότι έχω υπάρξει και καλύτερα. Έχω βαρεθεί λίγο το επάγγελμα. Είχα και μια ατυχία είναι η αλήθεια. Το παιδί που τα είχαμε, έτυχε και το έμαθε από κάπου. Ήξερε βλέπετε μόνο για την πρωινή μου δουλειά. Εκεί είχαμε συναντηθεί κιόλας. Το θέμα είναι ότι φρίκαρε. Δεν με έχει αφήσει ούτε καν να του εξηγήσω. Τελοσπάντων, τι σας πρήζω τώρα με τα δικά μου; Το θέμα είναι ότι δεν είμαι και στα καλά μου, γιατί την είχα πατήσει με τον μαλάκα. Τι να κάνω; Είμαι και αισθηματίας ο ηλίθιος βλάξ!

Ελπίζω στην επόμενη ανάρτηση να είμαι πιο χαρούμενος και αισιόδοξος. Σας καληνυχτίζω!

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

To τρίτο, το καλύτερο...για την κυρα Μάρα...

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Εγώ θα σας πω τι έγινε. Οι άλλοι δύο ήταν σε σύγχυση οπότε δεν μετράνε. Ήταν ένα από εκείνα τα απογεύματα που είχα γυρίσει κατά τις 5 και έβλεπα σε επανάληψη το κους κους. Δεν φταίω εγώ αλλά στη δουλειά σχολάγαμε 4 και ήταν η εποχή με το στιγμιαίο του Πασχάλη. Τα έγραφα λοιπόν κι εγώ στο βίντεο που πριν από 20 χρόνια είχε αγοράσει ο Επαμεινώνδας από τη Βουλγαρία και μας το είχε φέρει δώρο την πρώτη φορά που ήρθε στο τρίπατο. Τόσο γύφτος.

Ξαφνικά ακούω φωνές, οι οποίες δεν ήταν της γυναίκας του Πασχάλη. Ούτε της στιγμιαίας. Ούτε του πανελίστα Μάκη που τα ξέρει όλα. Καλή γαϊδούρα και του λόγου μου, είπα να το παίξω κουφή. Βέβαια όταν άκουσα από τη Σύλβια την τρομερή ατάκα «Είμαστε συνάδερφοι, δεν μπορείτε να μου μιλάτε εμένα έτσι. Θα σας κάνω ρεζίλι σε ολόκληρο το κοινοβούλιο» κατάλαβα ότι έχουμε πρόβλημα. Όχι ρε μάτια μου επειδή η Σύλβια πηγαίνει κάθε μέρα για καφέ στο καφενείο της Βουλής και μιλά με τους συναδέρφους της. Μα τι κακός που είσαι!

Ήξερα τα νταραβέρια του Φίλιππου με τη Μάρα. Ναι, Μάρα. Το δικό μας κορίτσι. Του σπιτιού. Ήταν η εποχή που παρουσίαζε το δελτίο με την άλλη, την ξανθιά σακαφιόρα. Λογικό να χρειάζεται κουράρισμα. Κι αντί να τα δίνει στους γιατρούς πολύ χαιρόμουν που τα τρώγαμε εμείς. Επί ημερών της Μάρας αλλάξαμε τέντες και πλακάκια σε όλο το τρίπατο. Μην είμαστε αχάριστοι!!

Βγαίνω λοιπόν έξω και βρίσκω την Σύλβια με χρυσά πασούμια, σομόν νυχτικό, με μωβ φιογκάκια και ασορτί κορδέλα στα μαλλιά. Μια κούκλα. Τον αφιονισμένα και τρεις μπράβους. Ο ένας πολύ ωραίος. Όχι τόσο ωραίος όσο ο Θοδωρής μου, αλλά ναι ο Μανώλης μου δεν έπιανε μια μπροστά του. Τι είναι στον τρίτο να ωρύεται ο αφιονισμένος. Δεν υπάρχει τρίτος, λάθος του Πολιτικού Μηχανικού να απαντάει η Σύλβια. Ποιανού Πολιτικού Μηχανικού να ζητά ο αφιονισμένος. Πηγαίνετε στα σχόλια και θα τον βρείτε με ένα γυαλί Ray Ban να ξαναπαντά η Σύλβια. Εγώ να κοιτώ εμβρόντητη. Κι εκεί έβαλα τα μεγάλα μέσα. Χαμογέλασα πλατιά, έκλεισα το μάτι στον κούκλο μπράβο και τους πρότεινα καφέ και γαλακτομπούρεκο από τα χεράκια μου. Τους ξεπετάξαμε στο 20λεπτο.

Την κυρα Μάρα την φυγαδέψαμε από την πίσω στριφογυριστή σκάλα. Εξοικειωμένη ούσα με τη βίλα που όλο χτίζεται και χτίζεται και όλο με μερεμέτια και σκαλωσιές είναι στο Καπανδρίτι, κατέβηκε σαν τη γάτα. Έφτασε στον ακάλυπτο με ένα χαμόγελο επιτυχίας και άρχισε να στέλνει φιλάκια στον Φίλιππο. Δυστυχώς ήταν η τελευταία φορά που την βλέπαμε από κοντά. Στεναχωρήθηκα γιατί αφενός την συμπαθούσα και γιατί αφετέρου έλεγα να κάνουμε ένα βάψιμο στο τρίπατο.Εγώ βέβαια επειδή την θεωρούσα φίλη μου συνέχισα να την βλέπω ακόμα και όταν πήγε στο Αλτερ. Όταν παραιτήθηκε έκλαψα πολύ. Της έστειλα και μήνυμα αλλά το είχε κλειστό.

Ο αφιονισμένος κάθε φορά που πήγαινε στο καφενείο της Βουλής έπεφτε μούρη με μούρη με τη δικιά μας αλλά έκανε πως δεν την βλέπει. Κάποια στιγμή η καλή σου τα πήρε στο κρανίο, τον πλησίασε και τον ρώτησε «και καλά εμένα να μην με χαιρετάς. Το γαλακτομούρεκο που σε φιλέψαμε δεν το θυμάσαι;» Έκτοτε ο αφιονισμένος δεν ξαναπήγε στον καφενέ. Κάποιοι λένε ότι είναι σνόμπ. Η Σύλβια ακόμα και τώρα αν τη ρωτήσεις υποστηρίζει πως οι κατάλληλες πολιτικές ζυμώσεις δεν έχουν γίνει ώστε να υπάρξει άνοιγμα της Δεξιάς προς το Κέντρο. Εγώ κράτησα επαφή με τον μπράβο. Πολύ καλό παιδί. Να μην ήταν και Πασόκος καλά θα ήταν. 

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Να σας πει η Σύλβια για την κυρα-Μάρα (κεριά και λιβάνια 3rd) και να σας πει και για τον αφιονισμένο

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009
Λοιπόν αυτός ο escort, ο Φίλιππος ντε, ναι μωρέ τρομάρα του ο 3ος, δεν θα γίνει ποτέ επαγγελματίας. Ερασιτέχνης του κερατά. Νομίζει ότι επειδή αγόρασε αυτά τα σώβρακα, τα Ginch Gonch καλέ, ...ναι, μωρέ σώβρακα είναι που λυσσάξατε όλοι τι είναι και τι είναι τα Ginch Gonch, νομίζει λοιπόν ότι ...το έχει. Ε, όχι παιδί μου... Δεν είναι τόσο απλό, δεν κάνουν τα Ginch Gonch, τον escort. Όπως δεν κάνουν τα φαρδομάνικα τους παπάδες. Αλλιώς όλοι θα ...βουτούσαν από ένα σώβρακο, και θα βγάζανε ένα χαρτζιλίκι....

Καλή, κακή η πελάτισσα, πελάτισσα είναι. Άμα αρχίζεις να την βλέπεις αλλιώς, θα έχουμε παρατράγουδα. Και αυτά δεν ήταν παρατράγουδα. Η Μαλιωτάκη στο Μέγαρο ήταν.

Που λέτε, ο Φίλιππος μας, μέσα στην καλή κοινωνία είναι. Έχει πέραση το παλικάρι μας, στις ...λίγο, με το ταγιέρ, το Escada ντε κυρίες, στις ...λίγο, «με την πρώτη στάλα της βροχής», τρέχουμε στον Τρύφωνα Σαμαρά κυρίες, στις ...λίγο καλά ο σύζυγος πληρώνει, αλλά πότε τα λεφτά έφτασαν για να αγοράσουν και το παραμύθι ...κυρίες;

Γιατί το ΠΑΡΑΜΥΘΙ, δεν είναι λυόμενο να το αγοράσεις έτοιμο, δεν στο φτιάχνει η BETANET, να πεις ...τα έχω τα φράγκα , πάρτα, το θέλω αύριο τοποθετημένο στο...οικόπεδο.
Αυθαίρετο είναι το ΠΑΡΑΜΥΘΙ, πετραδάκι πετραδάκι το χτίζεις με τα χεράκια σου, και μόνο αν έχεις....κότσια, κουβαλάς και τις πέτρες μία μια στην πλάτη σου.

Έτσι και η Κυρία Μάρα, πλούσια (το πόσο δα ...το ξέρει το Πανελλήνιο), ισχυρή, δυνατή, με τα κονέ της, με τις ανταύγειες της, με τις φράντζες της, με τα ταγιέρ της, με το νύχι που δεν βάφεται πια κόκκινο, που δεν είναι πια γαμψό, όχι το νύχι είναι πια με αυτό το γαλλικό μανικιούρ, μικρό στρογγυλεμένο, ....γράφει καλύτερα έτσι, αλλά ...ξεσκίζει όπως εκείνο το παλιοκαιρίτικο γαμψό κόκκινο...

Τα είχε όλα η Κύρια Μάρα, αλλά ...όπως όταν τα έχεις όλα, νομίζεις ότι μπορείς να αγοράσεις και το Παραμύθι, έτσι κι αυτή αποφάσισε ότι ο ...Κοβάλσκι θα ήταν ο Φίλιππος. Δεν λέω, ο 3rd, και κοιλιακούς φέτες έχει, και με το φανελάκι έχει κάτι πλάτες 4 στρέμματα, δηλαδή και εκτός σχεδίου να είναι ....χτίζεις, και δεν είναι και ζουμπάς, σαν τον συχωρεμένο τον Μάρλο στα νιάτα του.....
Αλλά ...αχ, Φίλιππε μου, άλλα τα μάτια του λαγού και άλλα της κουκουγάγιας.

Ο ...Κοβάλσκι του τριώροφου λοιπόν, την έφερνε την Κυρία Μάρα, (Μπλάνς να σου πετύχει του λόγου της) στο σπίτι. Δεν άντεχε τα ξενοδοχεία του έλεγε, ήθελε να τον βιώνει, να τον εισπράττει (και άλλα τέτοια κουλά), στον χώρο του.

Του το είπα από την πρώτη στιγμή. Φίλιππε, σεμνά και ταπεινά. Δεν είναι για σένα η Κυρία Μαρα, και πάνω από όλα δεν είναι για το τριώροφο.
Άρχιζε τις πονοψυχιές και τις κουλαμάρες ο 3rd, αχ, δεν την καταλαβαίνει κανείς, αχ, τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, αχ, η εξουσία, είναι βαριά για τις εύθραυστες πλάτες της, και άλλα τέτοια απίστευτα που διαβάζει σε κάτι φυλλάδες.
Ανέβαινε νυχοπατώντας την σκάλα η Κυρα- Μάρα, χαζογελώντας, με το ταγιέρ και την ανταύγεια κάγκελο από την λακ, και κατέβαινε με εκείνο το γλαρό ύφος ...ξέρετε τώρα, αυτό το «εγώ τον είδα τον Χριστό και ήτανε και φαντάρος», με το μαλλί σαν ξεπουπουλιασμένη μπεκάτσα, με το σακάκι ανάλαφρα ριγμένο στους ώμους και το βρακί βαλμένο τα πίσω μπρος.

Και εκεί που το ειδύλλιο πήγαινε από το καλό στο καλύτερο, άνθιζε η Μαρα, έρεβε ο Φιλιππος, να σου και ένα απομεσήμερο, ντακα ντουκου, το κουδούνι της εξώπορτας του τριώροφου.

Λέω ο υδραυλικός θα είναι, εμ, τον περιμένουμε 2 μήνες, πισίνα έγινε ο λουτροκαμπινές, εμ, μου είναι και βιαστικός.
Κατεβαίνω να ανοίξω να τον ξεχέσω κιόλας, αλλά ...από πότε καλέ οι υδραυλικοί έρχονται με σεκιουριτάδες; Δεν λέω, ένα χέρι ξύλο ευχαρίστως το ρίχνεις στους υδραυλικούς, αλλά πάλι, ο κυρ- Μήτσος με πέντε σεκιουριτάδες, ε, άντε να έχει έναν....
Άσε που δεν θα φόραγε και zegna κουστούμι να μου αλλάξει το φλοτερ, ο κυρ-Μήτσος, άσε που ο κάβουρας δεν χωράει στον Cartier χαρτοφύλακα, άσε που τι Bluetooth να έχει στο αυτί ο κυρ-Μήτσος, εδώ δεν ακούει τις καμπάνες της Αγιας Τριάδας, που βαράνε Κυριακάτικα απο τις 8 το πρωί και ανασταίνουν τους νεκρούς.

Ανοίγω την εξώπορτα, και μου λέει ο ...Σύζυγος, κοφτά και επιτακτικά, σας παρακαλώ οδηγήστε με στην γυναίκα μου.
Στην γυναίκα σας λέω ερωτηματικά, και εκείνη η ρημαδοφλέβα στο κούτελο μου, αρχίζει να χορεύει σαλσα.

Μην σας τα πολυλογώ, αφήνω την Συλβια καταμέρος, πιάνω την Τσούμπογλου, και του λέω, κύριε μου δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε. Και η Τσούμπογλου, ανασηκώνει και το φρύδι, και πολλά πολλά δεν σηκώνει.
Μην σας τα πολυλογώ ...ε, να πει κάτι και το Λιτσάκι, δεν είμαι και η Παπακώστα να μην αφήνω τον άλλον να αρθρώσει κουβέντα (Λιτσάκι ...δικό σου, που λένε και στα σκυλάδικα οι ψευτομαγκες), αφού τον διαβεβαιώνουμε, ότι καλέ δεν έχει τρίτο όροφο το τριώροφο, καλέ έτσι είναι αυτή η σκάλα, décor του αρχιτέκτονα, καλέ δυο γυναίκες μόνες μένουμε στο τριώροφο, καλέ τι γοητευτικός που είστε από κοντά, καλέ ο φακός σας αδικεί, καλέ τώρα να πάρουμε στο κινητό τον πνευματικό μας να σας πει τι κυρίες είμαστε, καλέ οι εχθροί σας, σας λένε ψέματα για να σας ταράξουν, καλέ είναι δυνατόν να πιστεύετε τον Θέμο και όχι εμάς, καλέ πάμε να σας κάνουμε ένα καφέ, πρώτη φορά (και ελπίζουμε και τελευταία σπίτι μας ήρθατε), ε, άρχισε να ηρεμεί ο αφιονισμένος, άρχισε να σπάει. Γιατί....άμα δεν θέλεις να πιστέψεις αυτό που βλέπουν τα μάτια σου ...κάνεις έτσι ένα ...τσακ ...και τα βγάζεις (τα μάτια σου). Καρατσεκαρισμένο αυτό....

Ε, τον πήγαμε στον δεύτερο, μην δει και τους κουβάδες μέσα στην μέση στο ισόγειο (γιατί βέβαια το Λιτσάκι ή θα έχει τον Θοδωρή, ή θα έχει τον Μανώλη ή θα έχει τον κουβά μέσα στην μέση, στο ισόγειο), μην του ρθει και κανένας ντουβρουτζάς απο τις χλωρίνες του Χριστιανού, ταραγμένος άνθρωπος, κερατάς σύζυγος, τον βάλαμε στον καναπέ, του φέραμε και νεράκι, καφέ δεν ήθελε, ένα κονιακακι ζήτησε αν υπάρχει εύκαιρο, πιάσαμε και την κουβέντα για τους εχθρούς του, κακός ο κόσμος κύριε μου, του έλεγε το Λιτσάκι, σας φθονεί, να δείτε για εμένα τι λένε οι κακοί στον Μανώλη μου ...ήρθε και ηρέμησε....
Κοινώς «του κάναμε καφέ, του βγάλαμε και μέντα, μα για το φονικό ...δεν είπαμε κουβέντα», που λέει και το άσμα.

Θα μου πεις αυτός πίστεψε ότι υπάρχει Πρωθυπουργός, δεν θα πίστευε ότι στο τριώροφο δεν υπάρχει τρίτος ...όροφος

Ε, το τι έγινε όταν έφυγε ο σύζυγος με την κυρα-Μαρα, σε άλλη ανάρτηση. Μου έχουν πει ότι για να κρατήσω υψηλά την αναγνωσιμότητα, η ανάρτηση δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 1000 λέξεις. Ε, 1003 είναι...Καρατσεκαρισμένο. Καλά μωρέ και σεις, μην διαβάσετε τις 3....

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009

Η κυρά-Μάρα και ο αφιονισμένος σύζυγος

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009
Σήμερα που είχα περάσει από τη Σύλβια για καφέ συζητάγαμε. Να ξέρετε ότι με την Σύλβια μπορείς να περάσεις δεν ξέρω και εγώ πόσες ώρες και να μην έχεις καταλάβει πως στο καλό περνάει ο χρόνος. Το Λιτσάκι είχε βάρδια στα Zara και εγώ με το ξύπνησα κατέβηκα στην Τσούμπογλου για τον καθιερωμένο πρωινό-σχεδόν-μεσημεριανό ελληνικό καφέ. Πιάσαμε, λοιπόν, την συζήτηση και είπαμε για τα ζόρια που περνάω (όχι με τη δουλειά, αλλά επί του προσωπικού) και θυμηθήκαμε τρελές στιγμές που έχουμε ζήσει σαν παρέα στο τριώροφο.

Μέσα στα πολλά, λοιπόν, πήγε και θυμήθηκε μια φάση πέρσι με μια τύπισσα…πελάτισσα ντε…η οποία είχε πάθει μια παράκρουση με την πάρτη μου. Η κυρία ήταν τρελά φραγκάτη. Ο άντρας της είχε τον τρόπο του και ήταν γενικά στα μέσα και στα έξω. Το μικρό της ήταν Μάρα και ήθελε να τη φωνάζω κυρά-Μάρα. Άκου βίτσια που έχει ο κάθε άνθρωπος. Ποτέ τελικά δεν ξέρεις που θα βαρέσει τον καθένα η κοτρόνα. Και το λέω ρε παιδί μου εγώ που έχω δει το κατιτίς παραπάνω στη ζωή μου. Μην νομίζετε βέβαια, βασικά είμαι ένας μάπας και μισός στα προσωπικά μου. Χάλι μαύρο να σας το περιγράφω, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα.

Η κυρά-Μάρα που λέτε με είχε ερωτευθεί σφόδρα. Δεν ήταν καμιά ωραία, μην νομίζετε. Καλοστεκούμενη, δεν λέω, αλλά βρε αδερφέ πόσο να σε ανάψει μια κυρία τέτοιου στυλ. Τι εννοώ; Να…ήταν πάντα με το ταγεράκι της, το σκουλαρίκι κουμούτσα Λαλαούνης στο αυτί, το διακριτικό τακουνάκι της γιαγιάς και το μαλλί πάντα φορμαρισμένο. Πως είναι βρε αδερφέ η Όλγα Τρέμη; Κάτι τέτοιο. Καλή χρυσή να λέει ειδήσεις, αλλά όχι και σκοτεινό αντικείμενο του πόθου η Όλγα! Να μου πεις εδώ κάποιες βρίσκουν σέξι τον Τσίμα και τον Καψή…η Τρέμη θα μου φανεί παράξενο;

Το φοβερό βέβαια ήταν ότι η κυρά-Μάρα όσο ξενέρωτη φαινόταν με το παρουσιαστικό της, τόσο λυσσάρα ήταν στο κρεβάτι. Και μέχρι να τελειώσει βρε αδερφέ μου έβγαζε την πίστη. Πάλι καλά που είχα ανακαλύψει εκείνα τα προφυλακτικά με το επιβραδυντικό και άντεχα κάμποση ώρα. Γιατί φίλοι και φίλες μου, αυτό είναι το κακό με τον πληρωμένο έρωτα και γενικά με ό,τι πληρώνεις. Εκεί ο πελάτης δεν φεύγει αν δεν μείνει ευχαριστημένος. Δεν υπάρχουν προσποιητοί οργασμοί και μαλακίες. Κύριε…ή θα με τελειώσεις…ή εγώ θα σε τελειώσω εγώ. Πίκρα σας λέω!

Η κυρά-Μάρα ήταν τόσο καλή πελάτισσα μάλιστα που με επισκεπτόταν συχνά πυκνά και στο χώρο μου. Εδώ να τονίσω ότι αυτό δεν το κάνω συνήθως, αλλά η κυρά-Μάρα ήταν άλλη περίπτωση. Ήταν από τις πρώτες πελάτισσες και από τους πιο καλοπληρωτές. Μια μέρα, λοιπόν, που είχε έρθει σπίτι δεν ήθελε να κάνουμε τίποτα. Εκεί καταλαβαίνετε ότι με έζωσαν τα φίδια. Και μην σας τα πολυλογώ άρχισε το παραμύθι ότι με αγαπάει σαν κολασμένη και ότι μόνο εγώ την κάνω να νιώθει έτσι και δώστου να υστεριάζει όταν εγώ της εξήγησα ότι αυτά που λέει δεν είναι λογικά πράγματα. Μας άκουσε όλη η γειτονιά ρε παιδιά. Ανοιχτά τα παράθυρα και η κυρά-Μάρα να κάνει σαν την Κατερίνα Χέλμη στα Κόκκινα Φανάρια.

Μέσα μάλιστα σε όλη αυτή την αναμπουμπούλα δεν πήραμε καν χαμπάρι ότι από κάτω εξελισσόταν παράλληλο σκηνικό. Η κυρά-Μάρα να τσιρίζει και λογικά κάποιους ορόφους πιο κάτω ο άντρας της, που προφανώς την είχε ακολουθήσει, να φωνάζει ότι θέλει να ανέβει στον τελευταίο όροφο. Αφού αμόλησα ένα χαστούκι στην κυρά-Μάρα μπας και ηρεμήσει (άδικος κόπος τελικά, γιατί μετά άρχισε τα «έτσι θέλω να μου φέρεσαι σκληρέ άντρα», «χτύπα με, κουτούλα με στον τοίχο» και κάτι τέτοια), προσπάθησα να ακούσω τι γινόταν από κάτω. Ήταν φανερό ότι είτε η Σύλβια, είτε η Λίτσα είχαν αναλάβει έργο. Μπορεί και οι δύο…τι να σας πω; Εκείνη τη στιγμή είχα κλάσει πόμολα και δεν μπορούσα να διακρίνω τις φωνές.

Μην σας τα πολυλογώ, ποτέ δεν κατάλαβα πως και ο σύζυγος δεν έφτασε ποτέ στον τρίτο και το γλιτώσαμε το φονικό. Δηλαδή έμαθα, αλλά δεν είναι δικιά μου δουλειά να σας πω. Το ρεζουμέ βέβαια ήταν ότι έκοψα μαχαίρι έπειτα από αυτό το συμβάν με την κυρά-Μάρα και δεν ξαναέφερα πελάτη ή πελάτισσα στο σπίτι, γιατί η Σύλβια και το Λιτσάκι μου έβαλαν χοντρό χέρι (και με το δίκιο τους τελικά). Πλέον στο σπίτι μόνο μόνιμες σχέσεις (δηλαδή μπόλικοι μαλάκες…!).

Γι’ αυτό σας λέω. Αυτές τις δυο τύπισσες τις αγαπώ σαν κολασμένος. Με έχουν σώσει από λιντσάρισμα, μου έχουν σταθεί σε δύσκολες στιγμές που ήμουν λιώμα και έχουν γίνει χαλιά για την πάρτη μου. Και ας μου καταστρέφει τα κινητά η μία στους κουβάδες και να μου χαλάει τα Ginch Gonch η άλλη. Τι να της κάνω; Τις λατρεύω τις τρελές μου. Είναι οι γυναίκες της ζωής μου τελικά.

Αλήθεια, το Λιτσάκι σήμερα γιατί άργησε να γυρίσει;

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Θέλω κι εγώ καλέ να μιλήσω. Που είναι το ρημάδι το μικρόφωνο; Ακούγομαι;

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009
Οι γιορτές μας έβγαλαν από το κλίμα. Δύσκολος καιρός για blogging όπως είπε και ο Φίλιππος. Ναι, ο Φίλιππος δούλευε όλη μέρα, κάθε μέρα σε αυτές τις γιορτές. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ναι, ούτε εγώ δεν το πίστευα καλέ. Μα τέτοιες αντοχές; Όχι για το Φίλιππο. Για τους άλλους. Ο Φίλιππος είναι σκυλί, δεν τον φοβάμαι. Και τσαπατσούλης. Πολύ τσαπατσούλης. Ευτυχώς που υπάρχω κι εγώ να πλένω κάνα σώβρακο στη ζούλα. Στη ζούλα από το Μανώλη. Μαζί με του Θοδωρή μου τα πλένω. Στους 60 βαθμούς. Με μαλακτικό φυσικά.

Και η Σύλβια μια χαρά, η γλυκιά μου. Λύσσαξε να φτιάξουμε σπιτική βασιλόπιτα. Αρχίσαμε να την ετοιμάζουμε και θυμηθήκαμε το σκηνικό με τον τύπο που την είχε πάει στην Πεντέλη παράνομο ραντεβού. Αυτός ήθελε να το παίξει εναλλακτικά και δεν ήθελε να πληρώσει γαμωhotel. Εγώ απλά είχα καταλάβει ότι ήταν πολύ τσιγκούνης, Δεν ήθελε ο καρμίρης να πληρώσει ξενοδοχείο και της πούλαγε ροματζάδα και νιάτα. Ότι ήταν πάνω από 65 δεν τον πτοούσε καθόλου. Την πήγε λοιπόν στην Πεντέλη αλλά ήταν τόσο πρωτάρης που είχε αναμμένο το ραδιόφωνο καθ’ όλη τη διάρκεια. Δεν ξέρω αν κατά τη διάρκεια του φίκι – φίκι πατούσε και φρένο, να ανάβουν τα πίσω φώτα να κάνουν χάζι όλοι οι μπανιστηρτζήδες της περιοχής. Ε ναι, τη φαντάζεσαι τη συνέχεια. Με πήρε η Σύλβια τηλέφωνο. Κάθε φορά που έχει ζόρια με λέει πουλάκι της. «Έλα πουλάκι μου. Έχω ένα μικρό προβληματάκι. (Α ναι, η Σύλβια πάντα υποβαθμίζει το μέγεθος μια κατάστασης. Ειδικά όταν είναι ζόρικη) Είμαι με το μαλακοπίτουρα τον Μήτσο στην Πεντέλη. (Προς στιγμή φαντάστηκα ότι ξέμειναν από καπότες. Όχι.) Μείναμε από μπαταρία πουλάκι μου. Ξέρεις που είμαστε; Θα περάσεις την πλατεία. Ναι, και το θεϊκό σουβλατζίδικο με τα καλαμάκια πάνω σε κρεμμύδι. Λιτσάκι συγκεντρώσου σε παρακαλώ. Θα περάσεις το πρώτο ίσωμα – γαμηστρώνα. Και το δεύτερο. Ναι στο τρίτο είμαστε. Που έχει την κατηφορίτσα. Κάτω από το πεύκο είμαστε. Εκεί που σου μάθαινε μπατιλίκια ο Πάνος θυμάσαι; Μα τι να κάνει αυτή η ψυχή; (Α, ακόμα ένα κουσούρι της Σύλβιας. Ανέκαθεν πλάτιαζε. Τώρα έχουμε κάνει οικογενειακό οι τρεις μας και δεν σταματάει με τίποτα.) Θα μας δεις. Άντε Λιτσάκι μου και έχει κρύο. Ναι, δεν θα έπρεπε ρε Λιτσάκι το καλοριφέρ να δουλεύει έτσι κι αλλιώς; (Και από πού θα παίρνει ενέργεια ρε Σύλβια τη ρώτησα). Από το φεγγάρι πουλάκι μου. Άντε έλα. Και μην κάνετε καμιά στάση στο λουνα πάρκ της πλατείας. Κάηκες. Την προηγούμενη φορά οι μπάτσοι σας έβγαλαν από τη βαρκούλα, θυμάσαι;» Ναι πήγα. Τι να έκανα. Είχα και το Μανώλη σπίτι. Αυτός το βαλε μπρος το σαράβαλο του μαλακοπίτουρα. Ναι μωρέ γι αυτό είναι οι φίλοι.

Μετά θυμηθήκαμε τα δικά μου που δεν με τιμούσαν επίσης πολύ. Μια φορά είχαμε κλειστεί με το Θοδωρή σε ένα ασανσέρ γνωστού Υπουργείου που είχαμε πάει για κάτι πιστοποιητικά. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Καταλαβαίνεις. Αλλά τότε δεν έπιαναν τα κινητά. Ελπίζω να ξανακαταλαβαίνεις. Ο Φίλιππος με κορόιδευε για πολύ καιρό έκτοτε. Κυκλοφορούσε το ρεμάλι στη γειτονιά με τυπωμένο μπλουζάκι «Τι έκανες Λιτσάκι στο ασανσέρ;» Κάπου εκεί τον είδε και ο Καπουτζίδης και το έκανε σήριαλ. Χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω…

Η ιστορία ξεχάστηκε όταν σε ένα πλυντήριο που έβαλα για το Φίλιππο έπλυνα ένα πολύ καλό μαύρο κασμιρένιο πουλόβερ που λάτρευε μαζί με την εν λόγω κόκκινη μπλούζα. Και τα δύο αχρηστεύτηκαν. Απορώ πως.

Για να μου τη σπάσει μου αντικατέστησε το δονητή των 25 εκατοστών με έναν των 12. Μα τι γύφτος που είναι έτσι;;

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Όταν το Λιτσάκι καθαρίζει

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009
Οι γιορτές περάσανε και άντε πάλι να μπούμε στη καθημερινότητα μας. Το πόσο βαριέμαι τη ρουτίνα της κάθε μέρας δε λέγεται. Μου φαίνεται ότι τελικά αυτό το blog θα μου προσφέρει μια παρηγοριά για τις μέρες που θα βαριέμαι και θα είμαι κλεισμένος στο σπίτι. Ξεθεωμένος από τις δουλειές, να αράζω στο καναπέ μου, με τον ελληνικό μου, διπλό παρακαλώ, και με το laptop μου να σας γράφω τα νέα από την πολυκατοικία. Καλά θα είναι και οι άλλες δυο τρελές που θα γράφουν, αλλά όπως και να το κάνουμε, ο μόνος άντρας στο σπίτι έχει άλλη χάρη.

Στις γιορτές πετάχτηκα μέχρι το χωριό μου για να δω τους δικούς μου. Όχι πολλές μέρες, μην φανταστείτε, δυο-τρεις για να μην φωνάζουν. Η μάνα μου είναι λίγο καταπιεστική βλέπετε. Κλασσική Ελληνίδα μάνα το λες, αλλά για εμένα είναι απλά «Η Κλασσική Μάνα». Πέρσι τις είχα πάει και την Σύλβια να γνωρίσει. Το Λιτσάκι δεν μπορούσε γιατί δούλευε, αν και τελικά τη γνώρισε και αυτή το καλοκαίρι που πέρασε. Ενθουσιάστηκε η μάνα μου με την Τσούμπογλου. Καταλαβαίνετε τώρα. Δεν θέλει και πολύ. Αχαΐα γαρ, πιάσανε εκεί τον Ανδρέα και δεν έλεγαν να τελειώσουν. Και να πως τάιζε τη Μιμή στο στόμα τούρτα, και δεν υπάρχουν πια τέτοια άντρες και τα τοιαύτα. Έδεσαν σαν δυο σταγόνες νερό. Οπότε από τότε η μάνα είναι ήσυχη που με προσέχει η Τσούμπογλου. Αφού δεν παίρνει τηλέφωνο εμένα, αλλά τη Σύλβια για να μάθει τι κάνω.

Στο χωριό, λοιπόν, σκεφτόμουν τι να γράψω όταν γυρίσω Αθήνα. Και σκέφτηκα πολλά θέματα. Όμως, όταν γύρισα έπεσε δουλειά και χάθηκα τελικά. Όμως μετά από ένα συμβάν που έγινε προχθές, πείστηκα για το τι θα σας μίλαγα πρώτα-πρώτα αυτή τη χρονιά. Πρέπει, λοιπόν, να μάθετε τι συμβαίνει στην Παλαιολόγου όταν το Λιτσάκι καθαρίζει! Νομίζετε ότι κάνω πλάκα; Θα σας τα πει και η Τσούμπογλου για να μην λέτε ότι είμαι προκατειλημμένος.

Γυρνάω τις προάλλες από μια εξοντωτική βραδιά γύρω στις 8 το πρωί. Δεν προλαβαίνω να παρκάρω το αμαξάκι μου και με πιάνει από τη γωνία μια μυρωδιά χλωρίνης και Azax μαζί. Ναι, εκείνο που κάνει τα τζάμια σίφουνα και αόρατα. Δεν γίνεται λέω. Πρέπει να μου κάνει πλάκα ο Θεός. Φτάνω λοιπόν στην εξώπορτα και βλέπω ένα Λιτσάκι με ντύσιμο παραλλαγής. Η Βουλγάρα καθαρίστρια των απέναντι δεν πιάνει μπάζα μπροστά στο Λιτσάκι. Η γειτονιά έχει να το λέει. Κολάν μωβ προς σάπιο μήλο, μπλούζα μακό ίδιας απόχρωσης με κάτι σχέδια πάνω (Calvin Klein αν δεν έκανα λάθος), κορδέλα άψογη στο από κομμωτήριο μαλλί, μπότα με ένα μικρό τακουνάκι και όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ (πέραν της σφουγγαρίστρας και του ξεσκονόπανου). Άλλο να σας λέω άλλο να το βλέπετε, υπερπαραγωγή!

Εδώ να ξεκαθαρίσω κάτι. Όταν το Λιτσάκι καθαρίζει, εννοούμε ότι καθαρίζει. Τα μικρόβια χαιρετάνε αυτόν τον μάταιο κόσμο και η κυρία του Ace Gentile φαίνεται μια απλή πλύστρα μπροστά της. Μην με ρωτήσετε πως ξέρω την κυρία του Ace, γιατί μου τα έχει μάθει όλα η Τσούμπογλου. Το Λιτσάκι, λοιπόν, καθαρίζει σαν να περιμένουμε το βράδυ τον πρέσβη. Η χλωρίνη μυρίζει για μέρες μιας και αδειάζει όλη τη βιομηχανία της Klinex στα μωσαϊκά της εισόδου. Συνήθως μου καθαρίζει και το δικό μου σπίτι και ενώ με βολεύει το γεγονός, εγώ τσαντίζομαι τρελά γιατί μου «συμμαζεύει» τα πράγματα όπως της έρθει και μετά ξοδεύω την υπόλοιπη βδομάδα για να ψάχνω που είναι τι.



Το θέμα είναι ότι εκείνη τη μέρα είχα γυρίσει πτώμα και ήθελα να κοιμηθώ και το Λιτσάκι είχε ζώσει την πολυκατοικία με χλωρίνη από την κορφή ως τα νύχια. Και πέρα από το ότι μυρίζαμε σαν τον Ευαγγελισμό, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, γιατί έχω και μια αλλεργία στη μυρωδιά της χλωρίνης. Θυμάμαι τώρα που τα είχα μια φορά με έναν νοσηλευτή και συχνά πυκνά συνευρισκόμασταν στις ιματιοθήκες του Τζάνειου. Πίκρα σας λέω, σαν να το κάνεις σε νοσοκομείο ήταν. Τώρα που το σκέφτομαι ήταν όντως νοσοκομείο, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Ναι νοσηλευτή είπα, δεν έκανα λάθος. Θα σας τα πω άλλη φορά αυτά γιατί τώρα βαριέμαι. Το θέμα μας είναι το Λιτσάκι έτσι κι αλλιώς.

Αφού ρίξαμε ένα τσακωμό πατόκορφο στην είσοδο, τύπου «τι σε έπιασε μωρή και καθαρίζεις πρωινιάτικα» και εκείνη να απαντάει «δεν ήξερα ότι έπρεπε να σας ξαραχνιάσω τα μεσάνυχτα λες και είμαι βρικόλακας», έφυγα με μιας για ύπνο. Και έρχεται η κυρία στο Θεό σας μετά από λίγη ώρα στο διαμέρισμα και βάζει ηλεκτρική σκούπα στο σαλόνι μου. Το πώς δε διέπραξα φόνο ακόμα δεν το έχω καταλάβει. Βγήκα και ρίξαμε ένα δεύτερο γύρο τσακωμού, τόσο που το πήρε χαμπάρι η Τσούμπογλου και ανέβηκε πάνω να μας χωρίσει. Το πώς βρεθήκαμε βέβαια να πίνουμε τελικά καφέ στο σαλόνι μου και να μιλάμε για το Κάμα Σούτρα ούτε που το κατάλαβα. Καλά και αυτή τη φάση πρέπει να σας την εξιστορήσω. Το θέατρο του παραλόγου ήμασταν. Εννιά κάτι το πρωί με την τσίμπλα στο μάτι να μιλάμε για στάσεις τους σεξ. Μόνο εμείς τα κάνουμε αυτά τα κουλά.

Λοιπόν, σας χαιρετώ γιατί πρέπει να πάω γυμναστήριο και μετά να ετοιμαστώ, γιατί έχω πελάτισσα το βράδυ. Λιτσάκι, στο λέω και από εδώ, αν ξαναβάλεις ηλεκτρική πάνω από το κεφάλι μου όταν κοιμάμαι, θα σου τη φορέσω κολάρο. Και λίγο οικονομία στη χλωρίνη βρε χρυσό μου. Δεν είναι για χόρταση! Άσε και κανένα μικρόβιο να επιζήσει σε αυτό τον κόσμο.

Να σηκωθώ να κάνω καφέ

Ανοίγω τα μάτια μου. Θόρυβο δεν ακούω, αλλά μυρίζω. Όχι, όχι καφέ. Χλωρίνη....
Θα μου πείτε, μετά από ένα ξενύχτι, το όμορφο μεσημεριάτικο, ξύπνημα γίνεται με τη μυρωδιά του καφέ. Ναι, αλλά το ξύπνημα της γαλήνης στο τριώροφο, είναι η μυρωδιά της χλωρίνης.
Αυτό που το ερμηνεύεις πως, ότι και να γίνει, αυτά που πραγματικά έχεις ανάγκη, είναι εκεί. Δεν αλλάζουν. Τα αγαπάς, και σε περιμένουν. Απόλαυση ή ασφάλεια. Μακάρι να είχα χίλιους ψήφους. Ασφάλεια θα έγραφαν όλοι.

Πριν σηκωθώ από το κρεβάτι, πριν κοιταχτώ στον καθρέφτη του λουτροκαμπινέ, και τι να πω τώρα, έχω πάψει πια να κοιτάζομαι στον καθρέφτη πριν βάλω μάσκαρα, ακουμπάω το χέρι μου, να πιάσω την ύφανση, αυτού που φοράω.
Όχι δεν γυρίζω το βλέμμα δίπλα, θυμάμαι καλύτερα …το πως κοιμήθηκα, από το ύφασμα αυτού που με συντρόφεψε στον ύπνο μου. Συλλογή νυχτικών, συλλογή αναμνήσεων.
Κατηγορίες νυχτικών τρεις.
Μπαμπακερές πιζάμες. Τα ήπιαμε με τους ανθρώπους μου, το Λιτσάκι και τον Φίλιππο, και κοιμηθήκαμε όλοι μαζί σε κάποιο από τα σπίτια του τριώροφου. Ο Φίλιππος, δεν έχει κουράγιο να ανέβει στον τρίτο, το Λιτσάκι, δεν κατρακυλάει στο ισόγειο. Εγώ, με τις ...μπαμπακερές πιζάμες μου.

Τα κινέζικα σατέν, πολύ νταντέλα, πολύ κορδέλα, στην λαϊκή παίρνεις 3 στο 20ευρο, ...κάποιος …έτσι, και τι σημασία έχει;.

Εκείνα τα δύο μεταξωτά, από τον Αεράκη. Επαμεινώνδας.
Αυτά πια καταχωνιασμένα, μέσα στο μεσαίο συρτάρι της σιφνιέρας, μέσα σε σακουλάκια που μυρίζουν λεβάντα. .
Κιμπάρης ο Επαμεινώνδας. Δεν αντέχει αυτό το νάιλον, στον ύπνο. Στον ξύπνιο πάλι, ε, τι να λέμε τώρα.

Ακούω το Λιτσάκι, που καθαρίζει τα μωσαϊκά, τα τρίβει με χλωρίνη, τα γυαλίζει με εκείνη την παρκετίνη, την μούρη σου βλέπεις μέσα τους. Ε, άμα φοράς και φούστα ...ε, βλέπεις και το βρακί σου.
Ακούω το κινητό του Φίλιππου, στον καναπέ αποκοιμήθηκε πάλι.
Ε, με τόσα κρεβάτια που περνάει την μέρα του, την νύχτα του, την περνάει στους καναπέδες.

Ας σηκωθώ να βάλω καφέ.
Χθες είχαμε πάει σε ένα ταβερνάκι, μετά ένα ποτό, μας πήρε το χάραμα. Ο Φίλιππος μου, δεν μιλούσε πολύ. Κάτι τον τρώει. Το Λιτσάκι, γέλαγε με το καπέλο μου. Κι αυτό όχι στα μεγάλα κέφια του.
Γελάσαμε, κουτσομπολέψαμε, αλλά εγώ ξέρω πότε είναι καλά οι άνθρωποι μου.
Και χθες δεν ήταν.

Σήκω Σύλβια να κάνεις καφέ, άντε ρε Λίτσακι, μαστουρώσαμε από τις χλωρίνες, σήκωσε ρε Φίλιππε το ρημάδι το κινητό.
Α, σήμερα δεν είχε πει ότι θάρθει και εκείνος ο μηχανικός, να μας δώσει μια προσφορά, να το σουλουπώσουμε λίγο το τριώροφο. Θα μας πλακώσει καμιά ώρα.

Όσο να τις τρίψεις ρε Λιτσάκι τις λαδομπογιές του μπάνιου, πλακάκια δεν γίνονται, γάριασαν και τα είδη υγιεινής, δεν πειράζει λέει ο Φίλιππος, είναι της μόδας οι μπεζ νιπτήρες.
Αντιπαροχή; Ξέρω ούτε να το ακούσετε…

Καλέ τον έκανε τον ανασχηματισμό ο Καραμανλής. Ποιος είναι αυτός ο Μαρκόπουλος; Α, κράτησε και τον Αβραμόπουλο στο Υγείας, αμ τον Βλάχο, ε, τόση πετυχεσά;; Πως αν μην πεις μπράβο.

Ξυπνήστε βρε, του χρόνου τέτοια εποχή θα είμαι βουλευτής. Λιτσάκι, με το βουλευτικό θα σε πηγαίνω στο Zara.
Φίλιππε, εσένα θα σε διορίσω στο γραφείο μου.
Να πάρω τον Επαμεινώνδα τηλέφωνο.
Καλέ να πω και στην Μαριλίζα μην χτικιάζει με το καινούργιο πρόγραμμα του Κόμματος, δεν το χρειαζόμαστε πια. Με τα μπούνια θα βγούμε. Χαλάει το κορίτσι τα μάτια του και την ομορφιά του. Τι ποιο κορίτσι ρε Φίλιππε; Για την Μαριλίζα λέω….

Αντε να χαθείς βρωμόπαιδο... Γελάω κιόλας, δεν κάνει...