Είχαμε κανονίσει, που λέτε, μια φορά να συνοδέψουμε την Σύλβια στη φυλακή, στο επισκεπτήριο. Είχε πετάξει το Λιτσάκι την ιδέα και εγώ είχα συμφωνήσει βέβαια. Η Σύλβια ήθελε πολύ να πάει, αλλά δεν ήξερε αν έπρεπε. Βλέπετε ο Επαμεινώνδας δεν είναι ένα απλό κεφάλαιο στη ζωή της Τσούμπογλου. Σας τα έχει πει και η ίδια άλλωστε. Είχαν πάντοτε μια σχέση μίσους και πάθους. Να μου πεις βρε παιδί μου, όλες οι μεγάλες σχέσεις κάπως έτσι δεν είναι; Ναι, κάπως έτσι είναι! Που λέτε ετοιμάσαμε τα πράγματα, βάλαμε τα καλά μας και φορτώσαμε το αμάξι λες και πηγαίναμε καμιά πολυήμερη εκδρομή. Σιγά το δρόμο μέχρι το Δομοκό δηλαδή! Αλλά όχι…η Σύλβια πήρε όλη την προίκα της για τον Επαμεινώνδα. Μέχρι και μανταλάκια πήρε! Ήθελα να δω τι θα τα έκανε ο Επαμεινώνδας!
Το Λιτσάκι σε όλο το ταξίδι ήταν σκεπτικό. Βασικά ήταν έτσι γιατί είχε τσακωθεί τότε γερά με τον Μανώλη…ή τον Θοδωρή…δεν θυμάμαι τώρα…με κάποιον τελοσπάντων! Ωστόσο, ο κύριος λόγος ήταν ότι είχε ένα κακό προαίσθημα για όλο το εγχείρημα «του Δομοκού». Βλέπετε εγώ είμαι και λίγο στούρνος. Το Λιτσάκι, όμως, δεν είναι. Μπορεί να διαβάζει πίσω από τις λέξεις και πίσω από τα πρόσωπα. Και ήξερε πολύ καλά ότι αυτή η ευφορία που έβγαζε προς τα έξω η Τσούμπογλου δεν ήταν φυσιολογική. Τελικά δεν είχε και τόσο άδικο.
Φτάνουμε που λέτε μετά από ώρες στο Δομοκό και η Σύλβια μας οδηγεί μέχρι τις φυλακές. Εκεί, λοιπόν, που είχαμε αδειάσει το αμάξι και ήμασταν στο τσακ να μπούμε μέσα, γυρίζει η Σύλβια και λέει: «Πάμε πίσω». Εγώ βέβαια και το Λιτσάκι μέναμε να κοιταζόμαστε σαν τα βλαμένα. Δηλαδή εγώ ήμουν σαν το βλαμένο, γιατί το Λιτσάκι το περίμενε για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Τελικά από γυναικεία ψυχολογία δεν το έχω. Τώρα που το σκέφτομαι και από αντρική χωλαίνω, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Μην σας τα πολυλογώ, από εκεί που η Τσούμπογλου ήταν η χαρά του κεφιού, βάζει κάτι κλάματα και εμένα μου κόβονται τα πόδια. Ρε φίλοι, δεν μπορώ να δω άνθρωπο να κλαίει, ειδικά γυναίκα. Σαστίζω κανονικά! Δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Ειδικά αν δεν καταλαβαίνω από πού προήλθε η διάθεση για να κλάψει.
Κάπως έτσι έληξε άδοξα η πρώτη και τελευταία απόπειρα να δούμε τον Επαμεινώνδα. Να μην ξεχάσω να ρωτήσω την Σύλβια αν έχει γράψει για εμάς στον Επαμεινώνδα. Τώρα μου ήρθε η απορία.
Κατά τ’ άλλα η ζωή στο τριώροφο περνάει ήρεμα. Δεν είχαμε τίποτα τρεχάματα τελευταία. Το Λιτσάκι είναι η αλήθεια ότι έχει αφήσει τα κόκαλα του στα Zara τώρα που έχουν εκπτώσεις. Μόνο την Κυριακή την βλέπουμε στο μεσημεριανό τραπέζι, άντε και για κάνα καφέ το απόγευμα. Αν δεν κοιμάται βέβαια. Η Σύλβια από την άλλη τρέχει να ετοιμαστεί «για μια Δημοκρατία που δεν χειραγωγείται». Αν καταλάβετε βρε φίλοι γιατί τρέχει με τέτοιο πάθος, εξηγείστε μου και μένα.
Εγώ πάλι…αρκεί να πω ότι έχω υπάρξει και καλύτερα. Έχω βαρεθεί λίγο το επάγγελμα. Είχα και μια ατυχία είναι η αλήθεια. Το παιδί που τα είχαμε, έτυχε και το έμαθε από κάπου. Ήξερε βλέπετε μόνο για την πρωινή μου δουλειά. Εκεί είχαμε συναντηθεί κιόλας. Το θέμα είναι ότι φρίκαρε. Δεν με έχει αφήσει ούτε καν να του εξηγήσω. Τελοσπάντων, τι σας πρήζω τώρα με τα δικά μου; Το θέμα είναι ότι δεν είμαι και στα καλά μου, γιατί την είχα πατήσει με τον μαλάκα. Τι να κάνω; Είμαι και αισθηματίας ο ηλίθιος βλάξ!
Ελπίζω στην επόμενη ανάρτηση να είμαι πιο χαρούμενος και αισιόδοξος. Σας καληνυχτίζω!