Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Χρόνια πολλά καρδιές μου...

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Ξύπνησα μέσα στο μισοσκόταδο. Μια μόνο λάμπα έκαιγε στο τραπεζάκι. Παράταιρη από την υπόλοιπη διακόσμηση. Πιθανότατα δώρο του Επαμεινώνδα που η Σύλβια στόλισε στο σαλόνι της. Ξέροντας κατά βάθος πως δεν ταιριάζει στην αισθητική της. Παρά μόνο στη καρδιά της.

Σηκώθηκα ξυπόλητη. Τα πόδια μου πονούσαν ακόμα από τη χτεσινή κραιπάλη. Είχα δουλέψει μέχρι τις 6 μέσα στην απόλυτη σχιζοφρένεια των γιορτών. Σε ένα κατάμεστο πολυκατάστημα. Σε μια απόλυτη βαβούρα. Είχα μαζέψει, διπλώσει, ξεδιπλώσει, πακετάρει, χτυπήσει στην ταμειακή τόσα ρούχα που άνετα θα μπορούσαν να ντύσουν τα παιδιά του Τρίτου κόσμου. Πολύ κοινότυπη η φράση που έγραψα. Θυμίστε μου να την αλλάξω όταν την ξαναδώ. Και μετά, θέλοντας να κάνω το χατίρι του Μανώλη, γύρισα, ντύθηκα, στολίστηκα και με τη φρεσκάδα που αρμόζει στην ημέρα βγήκα. Και ήπια και κάμποσες βότκες. Βότκες που σιχαίνομαι. Μα ποιος νορμάλ άνθρωπος μπορεί να πιει πάνω από 2 και να μην γίνει λιάρδα; Απορώ. Άσχετο αλλά πρέπει να το πω. Είναι κοινό μυστικό. Τα παπούτσια της Ζάρα είναι λαχείο. Αυτά με τσάκισαν, με γέρασαν.

Καμιά φορά λένε ότι οι γιορτές είναι οικογενειακές. Τρίχες. Οι γιορτές είναι απλά σπιτικές. Κι εγώ αυτό το σπίτι το μοιράζομαι μαζί τους.

Με τη Σύλβια, που να… κοιμάται ήρεμη εδώ μπροστά μου. Σχεδόν χαμογελώντας. Μόνη. Φέτος δεν πήγε στον Επαμεινώνδα. Πάει πάνω από χρόνος που έχει να πάει. Την καταλαβαίνω. Τη δικαιολογώ. Ήταν ο Ιούλιος του περασμένου καλοκαιριού. Μέσα στην μεσημεριανή ραστώνη είχα ξαπλώσει. Οι φωνές της ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά. Έτρεξα με το νυχτικό και για πρώτη φορά τη βρήκα χλωμή και σε υστερία. Σε ένα από αυτά τα συμβάντα που γίνονται στις φυλακές…μεταξύ τροφίμων. Αυτά που δεν βγαίνουν παραέξω. Ναι. Σε ένα από αυτά χάραξαν το πρόσωπο του Επαμεινώνδα. Οδήγησα την ίδια μέρα για να τον δει η Σύλβια για τελευταία φορά. Έκανε διαολεμένη ζέστη. Έμεινα απέξω, κάπνισα 2 πακέτα τσιγάρα περιμένοντάς την. Ένας μπάρμπας με πλησίασε για πέσιμο. Τον διαολόστειλα και συνέχισα να περιμένω. Βγήκε αμίλητη, σε όλο τον γυρισμό δεν είπε ούτε κουβέντα. Μόνο κάπνιζε. Έκτοτε δεν ξαναναφέρθηκε ποτέ στο συμβάν. Βρίσκει πάντα τέτοιες δικαιολογίες για να μην πηγαίνει. Κι εκείνος την αγαπά τόσο που καταλαβαίνει και συμπαραστέκεται στον πολιτικό της αγώνα ανήμερα Χριστουγέννων.

Με τον Φίλιππο…Καμιά φορά όταν ο πελάτης είναι απαιτητικός, η ώρα έχει περάσει, το χρήμα δεν έχει πέσει τότε πέφτει αναπάντητη από αυτόν. Ακόμα και να κοιμάμαι, πολύ χειρότερα ακόμα και στο κρεβάτι με κάποιον να είμαι, τρέχω, ντύνομαι και ανεβαίνω. Το παίζω και γκόμενα και συγκάτοικος. Στο πολύ ζόρικο. Έλα μάγκα και δεν θα περάσεις καλά με μένα. Ή αλλιώς…θα σου βγει ξινό το παλιρροϊκό…και λοιπές κρυάδες. Χαλάλι του. Στην αρχή δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα. Μετά ο Φίλιππος τα βόλεψε και με αυτόν βολευτήκαμε κι εμείς. Ε ναι. Και τη Σύλβια, μην ακούς τι λέει. Τόσα χρόνια στη στενή ο Επαμεινώνδας, ο λογαριασμός του έχει αδειάσει. Καλά να είναι ο Φίλιππος. Δεν θα ξεχάσω πέρυσι που η Σύλβια έκανε σαν μικρό παιδί για τα πολιτικά φυλλάδια που ήθελε να φτιάξει. Φανταζί, χρωματιστά, με πολιτικό νόημα, με, με, με…Κι ο Φίλιππος σαν παιδί χαιρόταν μαζί της Πλήρωσε για πάρτη της και μετά την πήρε αγκαλιά και την πήγε και για ούζα. Κι εμένα, όσους γκόμενους κι αν έχω ο Φίλιππος με ζει. Καμιά φορά όταν έχω τις μαύρες μου, με πηγαίνει καμιά βόλτα στην αγορά. Βλέπει πότε το μάτι μου μπορεί να σπιθίσει αλλά δεν μιλάει. Την επομένη έρχεται με ένα πακέτο για το Λιτσάκι. Ρε Λιτσάκι, ποια άλλη έχει τα πόδια σου; Αμαρτία αυτές οι γόβες να πάνε σε καμιά στραβοκάνα. Έτσι μου λέει. Τον έχω μάθει πια. Αν τολμήσω να πω τίποτα τσαντίζεται και κάνει να μου μιλήσει μέρες.

Έτσι κι εγώ. Μόνιμα στον άσσο έχω αναπτύξει άλλες χάρες. Κάθε Κυριακή ο κόσμος να χαλάσει μαγειρεύω. Ότι τραβά η ψυχή τους. Κοκκινιστό, παστίτσιο, λεμονάτο. Και τρώμε όλοι μαζί. Οικογενειακά όχι. Σπιτικά σίγουρα.

Είναι κάποια βράδια σαν και το χτεσινό. Που γυρίσαμε πιωμένοι με το Μανώλη. Τι πιο φυσιολογικό από το να γίνει το ηρωικόν. Μα να σου πω κάτι; Μια γυναίκα δεν είναι έτσι. Δεν είναι μόνο έτσι. Μια γυναίκα θέλει το παραμύθι. Θέλει το ψήσιμο. Θέλει το φιλί. Δεν αποζητά το χούφτωμα. Και βαριέται αφόρητα τα άπειρα προκαταρκτικά. Στο λέω εγώ το Λιτσάκι. Και άκουσέ με. Δεν έχω προφασιστεί ποτέ πονοκέφαλο. Έχω σκεφτεί όμως άπειρες φορές, έλα να τελειώνεις, έχουμε και πρωινό ξύπνημα αύριο. Χτες το βράδυ είπα πως πάω να πάρω ένα μπουκάλι κρασί από τη Σύλβια. Μόνο ένας βαθιά αλκοολικός θα με πίστευε ή ένας μεθυσμένος. Ο Μανώλης ενέπιπτε στην δεύτερη κατηγορία. Σε περιμένω μου φώναξε. Βάζω και την αγαπημένη μου. Τσόντα εννοούσε. Δεν γύρισα. Καμιά φορά, αν δεν έχεις το κουράγιο να φύγεις μια και καλή – γιατί η συνήθεια είναι δεύτερη φύση σου και σε έχουν μάθει να μην ρισκάρεις – τουλάχιστον κάνε καμιά ηρωική έξοδο έτσι για να έχεις να λες πως έκανες τουλάχιστον επανάσταση. Δεν το έχει πει ο Μάρξ αυτό. Το Λιτσάκι το υποστηρίζει.

Σήμερα πατροπαράδοτα θα μαγειρέψω για να φάμε όλοι μαζί. Οι 3 μας. Α ναι. Θα έρθει και ο Θοδωρής. Ο Μανώλης θα φάει με τη μανούλα του, καλά να είναι.

2 σχόλια:

Σύλβια Τσούμπογλου είπε...

Καλημέρα καρδιά μου.
Σε ευχαριστώ που έμεινες αποψε εδώ. Δεν την πάλευα μόνη μου.
Αφησα και την λάμπα αναμένη. Έτσι να σε βλέπω. Καμιά φορά δεν μου φτάνει να ακούω μόνο την ανασα του άλλου. Θέλω όταν ξυπνάω να επιβεβαιωνω, έτσι στα γρήγορα, έτσι στα σβέλτα, πριν να κάνει ο τρόμος το πραξικοπημα του στο μυαλό μου, ότι ναι ...είναι εκει.
Καμια φορά, όπως χθες το βράδυ, δεν μου φτάνει ο ήχος της ανασας, που επιβεβαιώνει την ύπαρξη. Δεν μου φτάνει η γνώση του ναι ...είναι εδώ, μου το υποσχέθηκε. Θέλω και την γρήγορη, την άμεση επιβεβαιωση, της όρασης.
Ναι εμπιστευομαι πιο ευκολα, τα μάτια μου, απο το μυαλό και τα αυτια μου.
Κάνε κάτι σε σουπα σήμερα. Χαλια τα στομάχια μας απο τις μπομπες.
Ένα Αιγαίο μπόμπες ήπιαμε όλοι χθες.
Ναι μωρέ και ο Φίλιππος. Όσο λυσασμένες και να είναι, ξέρουν που επενδύουν.
Στο σίγουρο, σε αυτό που έχει μέλλον. Και αυτό που τους προσφέρει ο Φίλιππος, δεν εχει μέλλον. Έχει απλά τιμή. Και για να το φτυνήνουν όπως αυτές το μετράνε, όχι σαν όνειρο, αλλά σαν υπηρεσία, μπομπές τον ποτίζουν κι αυτόν.
Ακόμα κι αν τις πιουν και οι ίδιες.
Αχ το escortακι μας, ξύπνησε άραγε;

Matrix είπε...

Μου φαίνεται επίτηδες τις ήπιες τις Βότκες :)

Καλημέρα.